Πολλαλέγων

πολλαπλασιάζω

πολλαπλασιασμός
πολλαπλασιάζω [ᾰσ]
1 multiplier, Eucl. Elem. 7, 10 ; au pass. Arstt. Phys. 6, 7, 2 ||
2 fig. amplifier, Pol. 30, 4, 13 ; DS. 1, 1.
Étym. πολλαπλάσιος.