πολλαπλασιάζω

πολλαπλασιασμός

πολλαπλασιεπιμερής
πολλαπλασιασμός, οῦ () [πλᾰ] multiplication, Plut. M. 388c ; Procl. Eucl. p. 151, l. 1.
Étym. πολλαπλασιάζω.