πολλαπλασιεπιμερής

πολλαπλασιεπιμόριος

πολλαπλάσιος
πολλαπλασι·επιμόριος, ος, ον [ᾰσ] égal à un multiple plus une fraction ½, ⅓, ¼, etc. ; par ex. ¹⁰⁄₃ = 3 + ¹⁄₃, Nicom. Arithm. p. 101.