πολλαπλασιασμός

πολλαπλασιεπιμερής

πολλαπλασιεπιμόριος
πολλαπλασι·επιμερής, ής, ές [ᾰσ] égal à un multiple plus une fraction supérieure à ½, ⅓, ¼, etc. ; par ex. : ¹¹⁄₃ = 3 + ⅔, Nicom. Arithm. p. 104.
Étym. πολλαπλάσιος, ἐπί, μέρος.