πολλαπλάσιος

πολλαπλασιότης

πολλαπλασιόω-ῶ
πολλαπλασιότης, ητος () [ᾰσ] qualité de multiple, t. d’arithm. Jambl. Nicom. ar. 52.
Étym. πολλαπλάσιος.