Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πολλαπλάσιος
πολλαπλασιότης
πολλαπλασιόω-ῶ
πολλαπλασιότης,
ητος
(
ἡ
) [
ᾰσ
] qualité de multiple,
t. d’arithm.
Jambl.
Nicom. ar.
52
.
Étym.
πολλαπλάσιος
.