πολλαπλασιότης

πολλαπλασιόω-ῶ

πολλαπλασίων
πολλαπλασιόω-ῶ [ᾰσ] multiplier, Plat. Rsp. 525e ; au pass. Hpc. Acut. 394 ; Arstt. Top. 8, 14, 5.
Étym. πολλαπλάσιος.