πολλαπλασίως

πολλαπλασίωσις

πολλαπλήσιος
πολλαπλασίωσις, εως () [ᾰσ] multiplication, Plat. Rsp. 587e ; Arstt. Pol. 5, 8, 11, etc.
Étym. πολλαπλασιόω.