πολλαπλασίων

πολλαπλασίως

πολλαπλασίωσις
πολλαπλασίως, ion. πολλαπλησίως [ᾰσ] adv. en multipliant, c. à d. beaucoup plus, Hpc. 455, 18, etc.
Étym. πολλαπλάσιος.