Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πολυχρονιότης
πολυχρονίως
πολύχροος-ους
πολυχρονίως,
adv.
fort longtemps,
Hpc.
Ep.
1282, 6
.
Étym.
πολυχρόνιος
.