Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πολυχρόνιος
πολυχρονιότης
πολυχρονίως
πολυχρονιότης,
ητος
(
ἡ
) longue durée,
Orib.
94 Matthäi
.
Étym.
πολυχρόνιος
.