πολυγαθής

πολυγάλακτος

πολύγαλος
πολυ·γάλακτος, ος, ον [ῠγᾰ] au lait abondant, Arstt. P.A. 4, 10, 37 ||
E Ion. πουλυγάλακτος, au sup. -ότατος, Anth. 9, 224.
Étym. π. γάλα.