Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πολυγάλακτος
πολύγαλος
πολύγαμος
πολύ·γαλος,
ος, ον
[
ῠᾰ
]
c. le préc.
Aét.
2, 17 ;
τὸ π.
polygale,
plante,
Diosc.
4, 142
.
Étym.
π. γάλα
.