πολυλογία

πολυλόγος

πολύλοπος
πολυ·λόγος, ος, ον [] qui parle beaucoup, verbeux, Plat. Leg. 641e ||
Cp. -ώτερος, Xén. Cyr. 1, 4, 3.
Étym. π. λέγω.