πολυμεθής

πολυμέλαθρος

πολυμελής
*πολυ·μέλαθρος, épq. πουλυ·μέλαθρος, ος, ον, aux nombreux édifices (maisons, temples, etc.) Call. Dian. 225 ; Nonn. Jo. 14, 2.
Étym. π. μέλαθρον.