πολυμήχανος

πολυμιγής

πολυμιγία
πολυ·μιγής, ής, ές [ῠῐ] formé de plusieurs substances mélangées, Arstt. G.A. 4, 3, 29 ||
E Ion. πουλυμιγής, Anth. 9, 823.
Étym. π. μίγνυμι.