πολυμηχανία

πολυμήχανος

πολυμιγής
πολυ·μήχανος, ος, ον [ῠᾰ] au génie inventif, industrieux, fertile en expédients, Il. 2, 173, etc. ; Hh. Merc. 319 ; Soph. Ph. 1135.
Étym. π. μηχανή.