πολυμήτωρ

πολυμηχανία

πολυμήχανος
πολυμηχανία, ας () [ῠχᾰ] habileté inventive, industrie, adresse, Plut. M. 233e ||
E Ion. -ίη, Od. 23, 321 ; au pl. Man. 6, 483.
Étym. πολυμήχανος.