πολυόφθαλμος

πολυοχλέω-ῶ

πολυοχλία
πολυοχλέω-ῶ, être très nombreux, DH. 6, 64 ||
Moy. être très populeux, très peuplé, Str. 378 ; DH. 14, 95.
Étym. πολύοχλος.