πολυπάθεια

πολυπαθής

Πολυπαΐδης
πολυ·παθής, ής, ές [ῠᾰ] sujet à beaucoup d’affections ou de maux, Plut. M. 97b, 171f ||
E Poét. πουλυπαθής, Anth. 9, 98.
Étym. π. πάθος.