πολυφιλάνθρωπος

πολυφιλία

πολύφιλος
πολυφιλία, ας () [ῠφῐ] grand nombre d’amis, Arstt. Rhet. 1, 5, 4 ; au plur. Arstt. Pol. 4, 6, 11.
Étym. πολύφιλος.