Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Πολυποίτης
πολυπόνηρος
πολυπονία
πολυ·πόνηρος,
ος, ον
[
ῠ
] tout à fait méchant,
Mélamp.
Div. ex nævis
p. 506 Fr.
Étym.
π. πονηρός
.