πολυσινής

πολυσιτία

πολύσιτος
πολυσιτία, ας () [ῠσῑ]
1 abondance de blé ou de vivres, Xén. Hell. 5, 2, 12 ||
2 voracité, gloutonnerie, Luc. Par. 16.
Étym. πολύσιτος.