πολυσιτία

πολύσιτος

πολύσκαλμος
πολύ·σιτος, ος, ον [ῠῑ]
1 abondant en blé ou en vivres, Xén. Vect. 5, 3 ; Str. 731 ||
2 qui mange beaucoup, Thcr. Idyl. 21, 40.
Étym. π. σῖτος.