πολύσκαλμος

πολύσκαρθμος

πολυσκελής
πολύ·σκαρθμος, ος, ον, qui fait d’énormes bonds ou qui ne cesse de bondir, Il. 2, 814 ; Nic. Th. 350 ; Q. Sm. 5, 657.
Étym. π. σκαίρω.