Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πολύσιτος
πολύσκαλμος
πολύσκαρθμος
πολύ·σκαλμος,
ος, ον,
aux nombreuses rames,
Anth.
7, 295
.
Étym.
π. σκαλμός
.