πολυστάφυλος

πολύσταχυς

πολύστεγος
πολύ·σταχυς, υος (ὁ, ἡ) [ᾰῠο] chargé d’épis, Thcr. Idyl. 10, 42 ; Str. 692.
Étym. π. στάχυς.