πολύστατος

πολυστάφυλος

πολύσταχυς
πολυ·στάφυλος, ος, ον [ᾰῠ] abondant en raisins, d’où en vignes, Il. 2, 507 ; Hh. 25, 11 ; Soph. Ant. 1133.
Étym. π. σταφυλή.