Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πολυτοκέω-ῶ
πολυτοκία
πολυτόκος
πολυτοκία,
ας
(
ἡ
) [
ῠ
] fécondité maternelle,
Arstt.
G.A.
3, 1, 16 ;
4, 4, 13
.
Étym.
πολυτόκος
.