Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πολυτόκος
πολύτολμος
πολυτραυμάτιστος
πολύ·τολμος,
ος, ον
[
ῠ
] rempli d’audace,
Plut.
M.
731
c
.
Étym.
π. τόλμα
.