πολύτριπτος

πολύτριχος

πολυτροπία
πολύ·τριχος, ος, ον [] aux cheveux ou poils abondants, Philonid. (Com. fr. 2, 424) ; τὸ πολύτριχον, Gal. sorte de plante capillaire appelée aussi καλλίτριχον.
Étym. π. θρίξ.