πολύτριχος

πολυτροπία

πολύτροπος
πολυτροπία, ας ()
1 souplesse, habileté, Hdt. 2, 121 ; M. Ant. 12, 24 ||
2 variété, Hpc. Acut. 383 ; DH. Amm. 2, 3 ||
E Ion. -ίη, Hdt. Hpc. ll. cc.
Étym. πολύτροπος.