πολύϋλος

πολυΰμνητος

πολύϋμνος
πολυ·ΰμνητος, ος, ον, célébré par beaucoup d’hymnes, très renommé, Pd. N. 2, 8 ; M. Ant. 7, 6, etc.
Étym. π. ὑμνέω.