πονηρία

πονηροδιδάσκαλος

πονηροκρατέομαι-οῦμαι
πονηρο·διδάσκαλος, ου (ὁ, ἡ) [ῐκᾰ] qui enseigne le mal, Str. 302.
Étym. πονηρός, δ.