Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πονηρία
πονηροδιδάσκαλος
πονηροκρατέομαι-οῦμαι
πονηρο·διδάσκαλος,
ου
(
ὁ, ἡ
) [
ῐκᾰ
] qui enseigne le mal,
Str.
302
.
Étym.
πονηρός, δ.