πονηροδιδάσκαλος

πονηροκρατέομαι-οῦμαι

πονηροκρατία
πονηρο·κρατέομαι-οῦμαι [] être sous la domination des méchants, Arstt. Pol. 4, 8.
Étym. π. κρατέομαι.