πραγματικός

πραγματικῶς

πραγμάτιον
πραγματικῶς [μᾰ] adv.
1 en homme qui sait les affaires, habilement, Pol. 2, 13, 1, etc. ||
2 en fait, effectivement, Plut. M. 960b ||
Sup. -ώτατα, Porph. Abst. 4, 8, p. 321.