πραγματικῶς

πραγμάτιον

πραγματογραφέω-ῶ
πραγμάτιον, ου (τὸ) [μᾰ] petite affaire, particul. procès, Arr. Epict. 1, 27, 16.
Étym. dim. de πρᾶγμα.