πραγματοδίφης

πραγματοειδής

πραγματοκοπέω-ῶ
πραγματο·ειδής, ής, ές [μᾰ] seul. cp. -έστερος, laborieux, pénible, Hpc. 618, 25.
Étym. πρ. εἶδος.