Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πραγματοδίφης
πραγματοειδής
πραγματοκοπέω-ῶ
πραγματο·ειδής,
ής, ές
[
μᾰ
]
seul. cp.
-έστερος,
laborieux, pénible,
Hpc.
618, 25
.
Étym.
πρ. εἶδος
.