πραγματοειδής

πραγματοκοπέω-ῶ

πραγματολογέω-ῶ
πραγματο·κοπέω-ῶ [μᾰ] tenter une révolution, être séditieux, Pol. 29, 8, 10, etc.
Étym. πρ. κόπτω.