πραγμάτιον

πραγματογραφέω-ῶ

πραγματοδίφης
πραγματο·γραφέω-ῶ [μᾰᾰ] écrire un récit détaillé, Chrys.
Étym. πρᾶγμα, -γραφος de γράφω.