πρασινίζω

πρασινοειδής

πράσινος
πρασινο·ειδής, ής, ές [ᾰῐ] c. πρασοειδής. Olympiod. vol. 1, p. 397 Johann Gottlob Schneider, Eclogæ physicæ historiam et interpretationem corporum et rerum naturalium continentes, 1801.
Étym. πράσινος, εἶδος.