πρασινοειδής

πράσινος

Πράσιοι
πράσινος, ος, ον [ᾰῐ] d’un vert tendre comme le poireau, Arstt. Meteor. 3, 2, 5, etc. ; οἱ πράσινοι, M. Ant. 1, 5, ou τὸ πράσινον (s. e. μέρος) Jos. A.J. 17, 4, 4, la faction des Verts, dans le Cirque, à Rome.
Étym. πράσον.