πραΰλογος

πραΰμητις

πραΰνοος
πραΰ·μητις, ιος (ὁ, ἡ) [ᾱῠ] qui a des pensées douces, bienveillantes, qui a un bon cœur, Pd. O. 6, 71.
Étym. πρ. μῆτις.