πραΰμητις

πραΰνοος

πράϋνσις
*πραΰ·νοος, ion. πρηΰ·νοος, ος, ον, d’un caractère doux, Orph. H. 68, 13 ; Anth. 7, 592, etc.
Étym. πρ. νόος.