πραΰνω

πραϋπάθεια

πραϋπαθέω-ῶ
πραϋπάθεια, ας () [ᾱῠᾰ] douceur de caractère, bonté, Phil. 2, 31 ; NT. 1 Tim. 6, 11.
Étym. πραϋπαθής.