πραϋπαθέω-ῶ

πραϋπαθής

πραΰς
πραϋ·παθής, ής, ές [ᾱῠᾰ] qui supporte avec douceur, d’un bon caractère, Phil. 2, 595 ; Bas. 1, 356 Migne.
Étym. πραΰς, πάθος.