πρέσϐευμα

πρεσϐεύς

πρέσϐευσις
πρεσϐεύς () seul. dat. pl. πρεσϐεῦσι (le pl. πρέσϐεις, épq. πρέσϐηες, se rattache à πρέσϐυς) c. πρεσϐευτής, Lyc. 1056.