πρεσϐυτικῶς

πρεσϐῦτις

πρεσϐυτοδόκος
πρεσϐῦτις, ιδος () [ῡῐδ] femme âgée, Eschl. Eum. 731, 1027 ; Eur. Hec. 842 ; Plat. Hipp. ma. 286a ; Eschn. 76, 4 ; joint à ἄνθρωπος, Lys. 93, 7.
Étym. fém. de πρεσϐύτης.