πρεσϐῦτις

πρεσϐυτοδόκος

πρευμένεια
πρεσϐυτο·δόκος, ος, ον [] qui sert d’asile aux vieillards, Eschl. Suppl. 666.
Étym. πρεσϐύτης, δέκομαι.