προανακλαίω

προανακοινόομαι-οῦμαι

προανακόπτω
προ·ανακοινόομαι-οῦμαι, réunir (propr. mettre en commun) auparavant, Paus. 8, 35, 1.
Étym. π. ἀνακοινόω.