προανακοινόομαι-οῦμαι

προανακόπτω

προανακρίνω
προ·ανακόπτω, couper d’avance ou auparavant, Jos. B.J. 3, 6, 2 ; fig. πρ. μή, Clém. 548, prendre les devants pour empêcher de.